- ἷτθαι
- ἷτθαι· ἧσθαι, Hsch. [full] ἰτθέλαν· διφθέραν, Id. (cf. ἰξαλῆ). [full] ἰτλαί· οἷς <ἐν>τείνουσι τὰς ὤας τοῦ ὑφαινομένου μυγελεῖς (fort. Πυγελεῖς) · οἱ δὲ τοὺς μίτους, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.